τριετίας

τριετίας
τριετίᾱς , τριετία
period of three years
fem acc pl
τριετίᾱς , τριετία
period of three years
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • μετακομιδή — η (ΑM μετακομιδή) [μετακομίζω] μετακόμιση, μεταφορά νεοελλ. η μεταφορά λειψάνου ή οστών ανθρώπου από τον τάφο του σε άλλο μέρος μετά την πάροδο τριετίας από τον ενταφιασμό …   Dictionary of Greek

  • οστεοφυλάκιο — Χώρος στον οποίο φυλάσσονται τα οστά. Σε όλα τα νεκροταφεία υπάρχει ένα μικρό δωμάτιο στο οποίο φυλάσσονται τα οστά των νεκρών μετά την παρέλευση συνήθως μιας τριετίας. Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν μικρά ο. κατά μήκος των διαδρόμων των… …   Dictionary of Greek

  • προσαυξάνω — και προσαυξαίνω προσαύξησα, προσαυξήθηκα, προσαυξημένος, μεγαλώνω ακόμα περισσότερο: Ο βασικός μισθός προσαυξάνεται με το επίδομα τριετίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”